ΑΘΑΝΑΤΕΣ
Όταν πέθανε η γιαγιά Αυγή
η ψυχή της δεν αναλήφθηκε γρήγορα στους ουρανούς.
Στο διαμέρισμα του τέταρτου ορόφου τη βρήκαν
με το νυχτικό ξαπλωμένη στο κρεβάτι
λουσμένη και χτενισμένη
να κοιτά με τα διαπεραστικά της μάτια
μέσα από τοίχους, τζαμαρίες και διαδρόμους
τη θέα της νέας παραλίας Θεσσαλονίκης
με τον εντυπωσιακό της φωτισμό
εις μνήμην του πρώην αλλά και του νυν δημάρχου.
Κι όταν της σφάλισαν τα μάτια
και ο Μπαμπούλας την έβαλε
στο μέσο του σαλονιού μέσα σε κάσα
η ψυχή κρατημένη σε στέρεο σώμα
αρνούνταν να αποχωριστεί το γνώριμο τόπο,
τα κάδρα των πλοίων και των μαχών, την τραπεζαρία των εορτών,
τις φωτογραφίες του παππού, την ίδια την οικογένεια.
Και πάνω απ’ όλα περίμενε
την ψυχή της γιαγιάς Έλλης
να κατηφορίσει σιγά-σιγά από το ΑΧΕΠΑ,
όπου είχε παραμείνει με ακαρκίνωτο πια σώμα
και την φυσική οδοντοστοιχία ως ειδικό κουτί προστασίας
ζωντανή μέχρι και το προηγούμενο εικοσιτετράωρο,
ωσότου πήραν το ενενηνταενάχρονο της κορμί
για τα μνήματα της Θέρμης,
αφού είχε νικήσει για τρίτη φορά ξανά τον καρκίνο
μα όχι πια και τον θάνατο.
Σαν όμως να το ‘ξερε
η ψυχή της δεν ακολούθησε τη συνήθη πορεία
με τον έμπειρο νεκροθάφτη και τον παπά για τα μνήματα
μα άρχισε ανεπαίσθητα με ρυθμό που δεν ξεπερνούσε
το ένα μέτρο κάθε είκοσι δευτερόλεπτα
να κατευθύνεται στο σπίτι της γιαγιάς Αυγής στην Ανθέων
για έναν προγραμματισμένο καφέ μεταξύ τους
το επόμενο απόγευμα που δεν γνώριζαν οι άλλοι συγγενείς.
Κι αφού αντάμωσαν και συζήτησαν για θέματα πολλά,
για δισέγγονα που δεν είχαν δει ακόμη αλλά ήξεραν ήδη πως θα μοιάζουν,
για τα έξοδα της κηδείας που είχαν τοποθετηθεί προ πολλού
σε τσέπες αγαπημένων παλτών
και για την παραλία της Σαλονίκης που δεν θα ξανάβλεπαν
με ανθρώπινα μάτια ποτέ ξανά,
κίνησαν κι οι δυο για το Άγιο Όρος
καθώς ένας παλιός μύθος λέει
ότι οι ψυχές που δεν έχουν φύλο
περνούν όλες πρώτα από το μοναστήρι της Σιμωνόπετρας.
ΚΑΤΩ ΡΙΝΗ
Εκεί, κάπου μετά το 40ο χιλιόμετρο
δεκαπέντε χιλιάδες μέτρα μετά το σταθμό διοδίων των Μαλγάρων
κάνε τρεις φορές το σταυρό σου για το σκύλο που πέθανε
αφήνοντας το κουφάρι του στη βρεγμένη άσφαλτο.
Το νερό της βροχής χάιδεμα σε μνημόσυνο γαμήλιας σχέσης
σ’ ένα άδειο ξωκλήσι στο βουνό με πλάνο αργό
σαν σε κομμένη σκηνή από τον Μελισσοκόμο του Αγγελόπουλου.
Κι εμείς κι εσείς κι εγώ
στον πρώτο όροφο του Ειρηνοδικείου του χωριού Κάτω Ρίνη.
Στο διάδρομο η διάσημη για τις λανθασμένες ημερομηνίες
στους φακέλους υπερχρεωμένων γραμματέας
να τραγουδά με κολλημένο το κουμπί της επανάληψης
«ζω στο δικό μου κόσμο εγώ».
Κι εμείς κι εσείς κι εγώ
να αναμένουμε μια δεύτερη συνάντηση
με την Κινέζα δικαστή Τσιν Τσαν Χάκα
με μια ελπίδα στο πέτο
ότι τώρα μετά την οικονομική Φουκουσίμα
η ίδια θα είναι επιεικής
με του Γιαπωνέζους υπηκόους της.
Ίσως, σήμερα, ίσως
να μην τους ζητήσει να μιλήσουν Μανδαρίνικα
και ζήσει αύριο χωρίς μια καινούρια τσάντα Λουί Βιτόν
ή ένα παλτουδάκι της Ερμές.
Στο δρόμο της επιστροφής εσύ
-όχι εμείς, εσείς, εγώ-
ήδη μερικώς δικαιωμένος
(ολικώς μόνο «ο νεκρός δεδικαίωται»)
αγαπούσες πολύ τη ζωή
σκουπίδια όμως οι σκέψεις
και τα λουλούδια «μύριζαν εφηβικό πνεύμα» (smell like teen spirit)
όταν βούτηξες στο βυθό της Μεθώνης για γαρίδες.
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΣΤΡΑΤΗΓΟ ΓΙΑΝΓΚ
09/09/2015 – υπ” αρ.1001001
Στρατηγέ,
Χίλια είκοσι εφτά μόλις χρόνια μετά το θάνατό σας
οι εχθροί σας παραμένουν πολλοί
οι αποστάτες λιγότεροι
τα αδέλφια επτά
η μητέρα μία
ο μάντης ένας
ο αυτοκράτορας μισός
και ο προδότης ολόκληρος
μετά τιμής
ο πιστός σας ακόλουθος
Βουνγκ Τσουνγκ.
ΡΕΚΤΙΦΙΕ
Παρεμβλημένα καλώδια
και το τηλέφωνο κομμένο
χωρίς διαδίκτυο ούτε φωνή
το κλιματιστικό πέντε λεπτά και να σταματά
μία πλακέτα καμμένη
ένας αλλαγμένος εκκινητής
και σωληνώσεις λαθεμένες
που διπλώθηκαν στη μέση
μήπως γίνουν σωστές.
Η αριστερή λυχνία στο καντράν ν’ αναβοσβήνει σταθερά
και το αυτοκίνητο να μην παίρνει μπρος.
Βραχυκύκλωμα στον πολλαπλασιαστή
και αλλαγή τέσσερα μπουζί λέει ο τεχνικός.
Δυο δόντια προς απονεύρωση
σάπιες έξι ρίζες στη σειρά
ο πόνος καλός
και ο οδοντιάτρος να τσιγγουνεύεται το αναισθητικό
(δύσκολοι καιροί για ξεδοντιασμένους πρίγκιπες).
Το χέβι μέταλ του άεργου γείτονα
να παίρνει τα αυτιά και το μυαλό
άφραγκοι πελάτες να ψάχνουν δίκιο
που δεν πρόκειται ποτέ να βρουν
και μια χώρα μισή
να συζητά πολιτισμένα -μεγάλη λέξη-
για εξιλέωση, δημοκρατία, υποταγή
για 50 δις σ’ ένα ταμείο των ξένων κουμπαρά
για νόμους πολλούς εν ριπή βήχα τρελού
για το ποιοι θα μείνουν, ποιοι θα φύγουν, ποιοι θα ψηφίσουν
για «τ’ Όχι που αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του Ναι».