Είναι σίγουρο, μου είπε,
οι δημόσιες σχέσεις
οδηγούν σε συνεχείς εκδόσεις κατηφόρας
σε διαρκείς παρουσιάσεις «από φίλους για εκείνους»
και καταλήγουν όλες μαζί
στη συνομωσία της πιτυρίδας,
καθώς «οι πολλαπλές κακοήθειες της φύσης
πέφτουν σαν ορδές πάνω του».
Ο Μάικλ Τζέφρει Τζόρνταν πάλι, συνέχισε,
έπαιζε στους Σικάγο Μπουλς
με το νούμερο 23 πισώπλατο ουρανό
για δεκαπέντε περίπου χρόνια
μ’ ένα μόνο μικρό διάλειμμα το 1993-94.
Προτού να πει «επέστρεψα» με τα Σονέτα της Συμφοράς
είχε πάρει ήδη τρία συνεχόμενα πρωταθλήματα στο ΝΒΑ
κι αν εξαιρέσεις τη χρονιά του ‘84
είχε σ’ όλες πάνω από 38 πόντους μέσο όρο.
Έτσι κοιτούσε δεκαπέντε πόντους ψηλότερα
απ’ τα αστέρια της φανέλας του
τη γαλαξιακή οδό του μπάσκετ.
Ο ίδιος, είπε ξεροβήχοντας,
όχι μόνο απέφυγε όλες τις αθώες λογοκλοπές
αλλά όταν την περίοδο 1996-1997
ο «νοτ αλόουν» (κατά Σκουντή) Καρλ Μαλόουν
του έκλεψε τον τίτλο του πολυτιμότερου παίκτη της χρονιάς,
εκείνος φρόντισε να τον τιμωρήσει κλέβοντάς του γοργά
μια φορά την μπάλα και δύο το πρωτάθλημα (1996-1997, 1997-1998).
Κάπως έτσι έβαλε μαζί με τον Καρλ και τον Τζον Στόκτον
στο τριβείο του χρόνου,
μια μαρτυρική διαδικασία δίχως άλλο,
που ακόμη δεν λέει να τελειώσει
παρά την παρηγορητική βοήθεια της Μάσενκας.
Καταλαβαίνεις τώρα, λοιπόν,
ψιθύρισε,
γιατί κανείς δεν θα μπορέσει εύκολα
ποτέ να τον πλησιάσει,
αλλά και γιατί
με μια ποιητική συλλογή
-όχι βιβλίο, συλλογή-
Τζόρνταν ποτέ δεν γίνεσαι
και ούτε ποτέ σου είσαι.
(Κι ας γράψουν οι εφημερίδες και οι επιφυλλιδογράφοι ό,τι θέλουν).
Το ένα τρίποντο ποτέ δεν θα αρκεί
για έξι πρωταθλήματα και πέντε τίτλους παίκτη
ακόμη κι αν το στόχο ήθελες να πετύχεις
από την Ανταρκτική εκδίδοντας μεμιάς μια «Τριλογία».
Πόσο μάλλον όταν ούτε το μισό πρωτάθλημα των χρόνων σου
δεν έχει καν τελειώσει,
ο Καρυότυπος έχει μόλις εκδοθεί και
η Πέμπτη Εκδοχή θα αργήσει.
Αυτό το άρθρο έχει μηδέν σχόλια
Έχεις την μοναδική ευκαιρία να είσαι ο πρώτος που θα σχολιάσει!