Sorry, this entry is only available in Greek.
Κωνσταντίνος Μελισσάς, «Αθώες Λογοκλοπές» (εκδόσεις Σαιξπηρικόν), Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 48
Η λογοκλοπή παρουσιάζεται ακριβώς ως συνώνυμο μιας καταγωγής, μιας καταγωγής την οποία ο Μελισσάς με το να την απαρνείται, πολύ περισσότερο την επικυρώνει, κάτι που συναντούμε στο ποίημα «Καταγωγή»: Δεν είμαι από τη Γαλικία της Ουκρανίας./ Δεν είμαι από τη Γαλικία της Πολωνίας./ Δεν είμαι από τη Γαλικία της Ισπανίας./ Δεν είμαι από τη Γαλικία της Γαλλίας(!)// Είμαι βγαλμένος από έναν πίνακα του Μέντσελ ή του Σίλλε […] από μια Γαλικία της παλιάς Θεσσαλονίκης. (σ. 10) Στο ποίημά του «Αθώες Λογοκλοπές»: Θα ήθελα να ήμουν εγώ/ Αυτός που πρώτος θα ᾿χε πει «Αν ο πεζός λόγος είναι ποτάμι,/ Τότε η ποίηση είναι συντριβάνι».// Μα δεν ήμουν εγώ./ Πρώτος ο Λόγκλεϊ το είχε πει ως μεθυσμένος φοιτητής/ Χρόνια πολλά πριν στο Δουβλίνο (το ομολόγησε σε πρόσφατη επίσκεψη/ και τότε μου γεννήθηκε η δεύτερη περίσκεψη) […] Άργησα πάλι δυο φορές/ Και δεν έφταιγαν ανηφόρες ή αναποδιές.// Τελικά η ποίηση του αρίστου παραμένει/ η λογοκλοπή/ των αφανών στιγμών των αρίστων. (σ. 11) Εμφανής αυτή τη φορά είναι η επιθυμία του ποιητικού υποκειμένου να φέρει κάποια πατρότητα. Εδώ την πατρότητα της φράσης «Αν ο πεζός λόγος είναι ποτάμι, τότε η ποίηση είναι συντριβάνι» του Λόνγκλεϊ (MichaelLongley, 1939), που και αυτή όμως έχει το πρότυπό της στα ελληνικά («Επανιδείν»). Η λογοκλοπή, επομένως, δεν είναι παρά αναπόφευκτη. Έτσι, ο Μελισσάς μας δίνει την οπτική της λογοκλοπής ως μιας ιστορικής συνθήκης, της συνθήκης ενός ποιητικού, λογοτεχνικού συνεχούς, κάθε μία στιγμή του οποίου έχει την καταγωγή της σε μία προηγούμενη. Στο πλαίσιο αυτής της οπτικής ας διατρέξουμε και ορισμένους στίχους από άλλα ποιήματα: Ενθυμούμενος τον Προυστ / (το θέμα δεν είναι να δεις καινούρια τοπία, / αλλά να δεις τα ίδια με καινούρια ματιά) (Καλοκαιρινές Διακοπές, σ. 13). Ο Μελισσάς μιλάει για μια νέα ματιά πάνω σε γνωστές συνθήκες, οι οποίες αναπόφευκτα ορίζουν λογοκλοπή: Και τι θα γίνει με το αίμα στον αριστερό σου τοίχο;»,/ ρώτησε το φυλλάδιο απορημένο./ «Το αίμα θα μείνει»,/ απάντησε ο ανεμόμυλος, για να δείχνει το δρόμο στον επόμενο ταξιδιώτη (Αποχώρηση, σ. 14). Η λογοκλοπή εδώ είναι μια συνθήκη εν είδει (με τη διασταλτική χρήση του όρου) νομοτέλειας. Καθετί, κάθε ποιητική, λογοτεχνική στιγμή κείται για να δείξει το δρόμο σε μια επόμενη, που δεν μπορεί παρά να φέρει τα σημάδια της προηγούμενης – και εδώ, ακριβώς, παρεισφρέει η έννοια της λογοκλοπής. Ο σκοπός της λογοκλοπής γίνεται πράξη, λοιπόν, στο δεύτερο μέρος της συλλογής του Μελισσά, στους «Διαλόγους». Η ιστορία της λογοτεχνίας, μας λέει ο Μελισσάς, είναι η πραγματικότητα της λογοκλοπής, η ίδια η λογοκλοπή. Στους «Μονολόγους» δίνει τη θεωρία αυτής της πραγματικότητας, για να έρθει στους «Διαλόγους» στην δική του πράξη λογοκλοπής. Στην ενότητα αυτή τα ποιήματά του ερείδονται σε συγκεκριμένα άλλα τα οποία και μας δίνει. Επί της ουσίας χρησιμοποιεί αυτά τα ποιήματα ως όχημα έκφρασης δικών του οπτικών. Αυτό καθιστά σαφές ότι πολύ περισσότερο η λογοκλοπή είναι αναπόφευκτη στον βαθμό που πάντοτε οι τρόποι που βλέπουμε τα πράγματα επαναλαμβάνονται ως προϊόντα ιστορικών συνθηκών και υπό αυτό τον όρο ο ποιητής πάντοτε αναζητά ένα παράλληλο. Έτσι, βλέπουμε ότι αναφύεται μια ομολογία ανάμεσα στη λογοκλοπή και ακριβώς στη διακειμενικότητα. Η διακειμενικότητα, με άλλα λόγια, που απαντάται στην ποίηση είναι αποτέλεσμα μιας λογοκλοπής, που συναρτάται απαραίτητα με τους όρους που διαμόρφωσαν τα δύο μέρη, το λογοκλοπούμενο και το λογοκλοπόν, και τη βαθύτερη αιτιακή ιστορική σχέση αυτών των όρων, μιας λογοκλοπής που γι’ αυτόν βεβαίως τον λόγο δεν μπορεί παρά να είναι αθώα και ίσως τελικά να μην είναι λογοκλοπή. Βλέπουμε λοιπόν ότι, καθώς η ποιητική συλλογή χωρίζεται σε δύο μέρη, στους μονολόγους και στους διαλόγους, μπορούμε να πούμε ότι στο πρώτο μέρος παρουσιάζεται μια θεωρία της λογοκλοπής και στο δεύτερο ο Μελισσάς δίνει ποιήματά του, παραθέτοντας για καθένα από αυτά εκείνο από το οποίο έλαβε την αφορμή και στη συνέχεια το σχήμα και το υλικό (έννοιες). Αποτέλεσμα είναι η ακριβής θεματοποίηση της λογοκλοπής. Και μιας και ο ίδιος ο Μελισσάς λέει πως έχει εθιστεί στην αρνητική κριτική, δεν μένει παρά στην ποιητική συνέχειά του να μας αποδείξει αν με τις «Αθώες Λογοκλοπές» επιχειρεί να δικαιολογήσει ένα άγονο έδαφος ή, πραγματικά, καταθέτει τη γνώμη του για το αναπόφευκτο της «λογοκλοπής», ώστε στη συνέχεια να δούμε από το σπόρο δικούς του ανθούς. Το δίχως άλλο, όταν αναφερόμαστε σ’ έναν ποιητή λέμε, για παράδειγμα, «ο Εγγονόπουλος», «ο Σαχτούρης», ο «Ρίτσος» εκφέρουμε τα ονόματά τους εννοώντας καθέναν τους με τη δική του αυτόνομη πορεία, ξεχνώντας κάθε καταβολή, εκλεκτική συγγένεια ή ακόμη, γιατί όχι, και – δίχως να φοβόμαστε τις λέξεις– επιρροή. Σπύρος Τούλιος