ΔΙΑΛΟΓΟΙ
Παραφράσεις, μεταγραφές, αυθαίρετες
ανακατασκευές ποιημάτων άλλων ποιητών.
Στην αρχή παρουσιάζεται το «νέο» ποίημα και
κατόπιν με διακριτά, μικρότερα γράμματα,
η πηγή του, το αρχικό.


Τράιονιντ: Ιch Βebe
(ή μια επανεγγραφή του Προλόγου της ποιητικής συλλογής
Ich bebe του Θανάση Τριαρίδη)

Απ’ τους μικρούς φιλοσόφους
έναν μόνο καταλαβαίνω πάντοτε
και σ’ έναν μόνο πιστεύω.
Το ξέρω πως ακούγεται υπερφίαλο,
όμως συνήθως μού φέρνουν αναγούλα οι σπουδαίες ιδέες
που εκφέρονται από «προσωπικότητες»
δίχως μια σφραγίδα επίσημης πιστοποίησης.

Κι απ’ όλους τους,
εκείνος που λιγότερο με πείθει είναι ο Τράιονιντ.
Μαγκώνομαι πολύ όταν τον ακούω να μιλά
για το τέλος του υπερανθρώπου,
την αδυναμία του ενός ν’ αντισταθεί στο όλον
και την αξία της απραξίας
«αφού όλα έχουν πλέον ειπωθεί».
Περιμένω ν’ ακούσω σειρήνες ασθενοφόρων
και παραγγέλματα «άρξατε πυρ».

Μα όσο δεν χωνεύω τις ιδέες,
τόσο με ταράζουνε οι λέξεις.
Κι απ’ ολονών τα κείμενα
πάλι τα κείμενα εκείνου του Τράιονιντ
(γνωστού και ως Φρανς Κούντερα)
είναι που με ταράζουν περισσότερο.
Περισσότερο κι από τις παιγνιώδεις φράσεις του Ζόζεφ Χέλλερ στο Catch-22
ή τους διαλόγους-υποδόριο μαχαίρι στο Incendies.
Ίσως γιατί με τις λέξεις των παλιών του κειμένων
και την α-λεξία των τελευταίων ετών,
μετά τα «Σενάρια Βομβάης»,
παλεύει να γιουχάξει το σύντομο συγγραφικό του τέλος
(είναι τόσο μανιασμένη η απραξία του, τόσο άγρια και τόσο χαμένη…).

Και βέβαια από τα γραπτά του
όλα τα ξεχωρίζω –
κι ας μην το κάνουμε αυτό συνήθως με τους συγγραφείς.
Ας πούμε την «Αγαμία και Μοναχικότητα»
στο 22ο τεύχος του Intellectum
ή «Ο Εφραίμ και η Αγία Ακίνητη Περιουσία του Βατοπαιδίου» στο 55ο,
που διαβάζονται διαρκώς από χιλιάδες μοναχούς και Εσταυρωμένες.

Μα πιο πολύ απ’ όλα με ταράζει
ένα λογοπαίγνιο του δύο χιλιάδες έντεκα,
τότε που τάχα είχε σβήσει η τρομερή μανία της απραξίας
και είχε επιστρέψει στη στοργική αγκάλη της οικογένειας.
Το γράφει η μητέρα του στον Χανς Βικτορουάλ:
όταν τον χάιδευε και τον ρωτούσε αν την αγαπά,
εκείνος επίμονα της απαντούσε
“Ich bebe” αντί για “Ιch liebe” –
τρέμω αντί για αγαπώ.

Κι όσο περισσότερο σκέφτομαι ετούτο το λογοπαίγνιο,
τόσο περισσότερο νιώθω
πως δεν είναι και τόσο λογοπαίγνιο.
Πως μάλλον τρέμουμε παραφυλώντας μέσα στην άπραγη νύχτα.
Πως αγκαλιάζουμε τα πυροβολημένα πτώματα των ονείρων μας
έχοντας μόλις πετάξει το περίστροφο στον υπόνομο.

Έτσι λοιπόν κι εγώ “Ich bebe Βυζαίμπε”.
Μέσα στη νύχτα.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

(δυο λέξεις για όλους και για κανέναν)

Απ’ τους μεγάλους φιλοσόφους
(όσους καταλαβαίνω κάπως, τέλος πάντων)
κανένανε δεν πολυπιστεύω —
το ξέρω πως ακούγεται υπερφίαλο,
όμως μου φέρνουν αναγούλα οι βαριές ιδέες.
Κι απ’ όλους τους, εκείνος που λιγότερο με πείθει
είναι ο Νίτσε. μαγκώνομαι πολύ όταν ακούω να μιλούνε
για υπεράνθρωπους και νέους κόσμους π’ ανατέλλουν —
περιμένω ν’ ακούσω σειρήνες περιπολικών
και παραγγέλματα έγερσης.

Μα όσο δεν χωνεύω τις ιδέες,
τόσο με ταράζουνε οι λέξεις.
Κι απ’ ολονών τα κείμενα,
πάλι τα κείμενα εκείνου του Νίτσε
είναι που με ταράζουν περισσότερο
(περισσότερο κι από τους στίχους του Μπρούνο,
περισσότερο κι από τις φράσεις του σκοτεινού Εφέσιου).
Ίσως γιατί με τις λέξεις του
παλεύει να χουγιάξει το τέλος του —
κι είναι τόσο μανιασμένη η μάχη του, τόσο άγρια και τόσο χαμένη.

Και βέβαια απ’ τα γραπτά τουκάποια τα ξεχωρίζω —
αυτό δεν κάνουμε πάντοτε με τα κείμενα;
Ας πούμε, το Τρίτο Μέρος του Ζαρατούστρα ή το EcceHomo.
ας πούμε, τις τελευταίες του επιστολές
που τις υπέγραφε άλλοτε με κείνο το Διόνυσος
κι άλλοτε με το Εσταυρωμένος —
ήσαν ζεστή ακόμη η αγκαλιά του
με το μαστιγωμένο άλογο.

Μα πιο πολύ απ’ όλα με ταράζει
ένα λογοπαίγνιο του χίλια οχτακόσια ενενήντα δύο,
τότε που τάχα είχε σβήσει η τρομερή μανία του
κι είχε γυρίσει στη στοργική αγκάλη της οικογένειας.
Το γράφει η μητέρα στον Φραντς Όβερμπεκ:
Όταν τον χάιδευε και τον ρωτούσε αν την αγαπά,
αυτός επίμονα της απαντούσε Ich bebe αντί για Ich liebe –
τρέμω αντί για αγαπώ.

Κι όσο το σκέφτομαι ετούτο το λογοπαίγνιο,
τόσο περισσότερο νομίζω
πως ίσως δεν είναι και τόσο λογοπαίγνιο.
Πως ίσως να τρέμουμε παραφυλώντας μέσα στη νύχτα.
Πως αγκαλιάζουμε μαστιγωμένα άλογα
έχοντας μόλις αφήσει το μαστίγιο.

Έτσι, λοιπόν, κι εγώ: Ich bebe.
Μέσα στη νύχτα.