Περιοδικό Θράκα, τεύχος 5-6, 2015

[Η κριτική της Στέφης Κωστοπούλου για το βιβλίο Αθώες Λογοκλοπές (2013, εκδόσεις Σαιξπηρικόν)

δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Θράκα, τεύχος 5-6, (2015), σελ. 102-105.]

της Στέφης Κωστοπούλου

μεταπτυχιακής φοιτήτριας με ειδίκευση την νεοελληνική λογοτεχνία του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών

 

Η πρώτη ποιητική συλλογή του Κωνσταντίνου Μελισσά τιτλοφορείται Αθώες Λογοκλοπές και αποτελεί ιδιάζουσα περίπτωση, αφού ο ίδιος αποφασίζει να «ποιήσει» βασιζόμενος απροκάλυπτα σε «ομολογημένες» ή Αθώες – όπως υποστηρίζει – λογοκλοπές. Αυτή η άφοβη ομολογία είναι που καθιστά εξαιρετικά δυναμική αυτή την περίπτωση του ποιητή.

Η συλλογή είναι χωρισμένη σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος βρίσκονται οι «Μονόλογοι» και στο δεύτερο οι «Διάλογοι». Στους «Μονολόγους» παρατηρούνται ποιήματα κυρίως ποιητικής όπως η «Καταγωγή» και το ομότιτλο «Αθώες Λογοκλοπές». Τα δύο αυτά ποιήματα παρουσιάζουν με εξαιρετική αμεσότητα την διαδικασία μέσα από την οποία διέρχονται ο ποιητής και το ποίημα έως ότου και οι δύο γεννηθούν επάνω στο χαρτί. Παραθέτω το ποίημα «Αθώες Λογοκλοπές»:

Θα ήθελα να ήμουν εγώ
αυτός που πρώτος θα ‘χε πει
«Αν ο πεζός λόγος είναι ποτάμι,
τότε η ποίηση είναι σιντριβάνι».

Μα δεν ήμουν εγώ.
Πρώτος ο Λόγκλεϊ το είχε πει ως μεθυσμένος φοιτητής
χρόνια πολλά πριν στο Δουβλίνο
(το ομολόγησε σε πρόσφατη επίσκεψη
και τότε μου γεννήθηκε η δεύτερη περίσκεψη).

Και πρώτος το αποτύπωσε στα ελληνικά ο Πάρης
λέγοντας «Επανιδείν» σε μια σελίδα με όνομα 43.
Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα
(δηλαδή εκεί το διάβασα πρώτα).

Άργησα πάλι δυο φορές
και δεν έφταιγαν ανηφόρες ή αναποδιές.

Τελικά η ποίηση του αρίστου παραμένει
η λογοκλοπή
των αφανών στιγμών των αρίστων.

 

Στο πρώτο αυτό μέρος της συλλογής ανιχνεύουμε ποιήματα τα οποία επιφανειακά είναι εμπνευσμένα από καθημερινά πράγματα. Στο βάθος όμως, ο Μελισσάς διερχόμενος από αυτά σκιαγραφεί με ενάργεια ένα από τα βασικότερα ζητήματα της ποίησής του, την έμπνευση και την αγωνία που τον κατακλύζει έως ότου η πρώτη τον βρει! Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα «Καλοκαιρινές Διακοπές»:

Μέσα σ’ ένα διαμέρισμα μικρό,
με θάλασσα την μπανιέρα,
ήλιο τις λάμπες φθορίου
(που παρέμεναν ανοικτές ολημερίς και ολοβραδίς)
και καλοκαιρινό αεράκι τον παλιό πλαστικό μου ανεμιστήρα
(που ένα τυχαίο πέσιμο τον είχε κάνει επηρμένο
και πλέον στόχευε μόνο ψηλά στο ταβάνι)
πέρασα το φετινό μου καλοκαίρι,
ενθυμούμενος τον Προυστ
(το θέμα δεν είναι να δεις καινούρια τοπία,
αλλά να δεις τα ίδια τοπία με νέα ματιά).

Ο φραπές παρέμεινε φραπές
(καθότι η κρίση σε επιστρέφει στη δεκαετία του ’80)
τα βιβλία, βιβλία
και ο υπολογιστής, υπολογιστής.

Η έμπνευση;
Μία μακρινή γαζέλα.

 

Η αμηχανία και η βασανιστική αναμονή που τον κατατρύχουν καθώς ο χρόνος περνάει και η έμπνευση δεν εμφανίζεται διαφαίνεται και στο ποίημα «Η Γυμνή Πλευρά», όπου ο ίδιος γράφει:

 

Ο γυμνός αναγνώστης κάθεται σε μια φθαρμένη πολυθρόνα
με το ρολόι χειρός στη μια παλάμη
κι ένα βιβλίο ποίησης στην άλλη.
Ο γυμνός αναγνώστης κοιτά συνεχώς την ώρα.
Δεν διαβάζει στοχαστικά,
δεν συναντά ούτε τον Λόνγκλεϊ ούτε τον Πάουντ.

Αλλά και στο ποίημα «Σαμουράι», όπου σημειώνει:

Μόνος αντίπαλος να μένει ο καιρός,
το ρολόι, ο χρόνος κι ο μήνας ο παλιός.
Αυτόν που να νικήσω μπορεί να μην μπορώ
μα τόσο θέλω να το επιχειρώ.

Οδεύοντας προς το τέλος του πρώτου μέρους της συλλογής συναντάμε την σφοδρή επιθυμία για τον έρωτα και τη ζωή, η οποία όμως μένει ανεκπλήρωτη και μετεωριζόμενη αφού στο ποίημα «Διαστροφή» γράφει:

Φαντασιώθηκα να εμφανίζεσαι ξαφνικά
ανοίγοντας την πόρτα με την κάρτα-πασπαρτού του διευθυντή
και να κάνουμε έρωτα τραντάζοντας ρυθμικά,
μουσικώ τω τρόπω,
το ξύλινο πάτωμα.

Το άλλο πρωί δίπλα μου στο τρένο,
όταν ένα κορίτσι «του επαγγέλματος» δίχως άλλο,
με αθλητική κορμοστασιά, εμφανές σολάριουμ και έλλειμμα νοημοσύνης
κάθισε απόμακρα δίπλα μου στο τρένο,
όπως κάποιες φορές όταν γνωριστήκαμε εσύ,
αρνούμενη να μου μιλήσει για την ίδια και το λειτούργημά της.

Στην αποβίβαση η ύπαρξή της εξαϋλώθηκε μαζί με τη δική σου οπτασία.
Ίσα που πρόλαβα να δω μια σκιά στο μαγαζάκι του σταθμού
ν’ αγοράζει έναν ακόμη καρτοκινητό αριθμό
για το τεράστιο Σάμσουνγκ αριθμοκινούμενο κινητό
προτού η εικόνα σας γίνει μια ανάμνηση στη λήθη του χρόνου.

 

Οι σκέψεις για τον έρωτα και τη ζωή παραμένουν απροσέγγιστες επιθυμίες και βυθίζονται· φτάνοντας ως το σημείο της ανεκπλήρωτης προσδοκίας, όπως μαρτυρά και το ομότιτλο ποίημα «Ανεκπλήρωτες Προσδοκίες»:

Ήθελα να κινδυνεύσω κι εγώ
στα παρθένα δάση του Αμαζονίου,
να βουλιάξω στα έλη ή
ν’ αναμετρηθώ με ιαγουάρους.

Να κυνηγήσω αγριόχοιρους,
να σκαρφαλώσω σε δέντρα
αναζητώντας προστασία από επιδρομείς,
να τοξεύσω εχθρούς ή φίλους
με βέλη βουτηγμένα σε σάλιο βατράχου,
να δηλητηριαστώ θανατηφόρα από έχιδνες.

Ήθελα πολύ,
ώσπου διαπίστωσα
για εξηκοστή όγδοη φορά
ότι δεν ήθελε η άλλη ζωή.

Και κάθισα σπίτι.

 

Το δεύτερο μέρος τη συλλογής, οι «Διάλογοι», αποτελείται από έξι ποιήματα του Μελισσά και τα αντίστοιχά τους από τα οποία ο ίδιος αφορμάται και είτε τα παραφράζει, τα μεταγράφει είτε τα ανακατασκευάζει. Το ποίημα «Τράιονιντ: Ich bebe» είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα αυτού του μέρους, αφού εδώ παρουσιάζεται η αρνημένη ποιητική του ταυτότητα ή/και η ειρωνική – αποστασιοποιημένη οπτική από την οποία ο ίδιος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ποιητή. Το ποίημα αυτό αποτελεί επανεγγραφή του Προλόγου της ποιητικής συλλογής Ich bebe του Θανάση Τριαρίδη. Ο τίτλος είναι εμπνευσμένος από μια ιδιαίτερης αξίας στιγμή του Νίτσε. Τον Σεπτέμβριο του 1892, ο Νίτσε βρίσκεται παράλυτος στο κρεβάτι του και βυθισμένος στην ασυνειδησία, όταν η μητέρα του τον ρωτάει, κατά τη συνήθειά της, «με αγαπάς;» ο ίδιος επιμένει να της απαντάει αντί για Ich liebe (σε αγαπώ) την φράση Ich bebe (που σημαίνει τρέμω). Στο ποίημα αυτό, κατ’ αρχάς γίνεται αντιληπτή η αγωνία του ποιητικού υποκειμένου όσον αφορά στην επίσημη πιστοποίηση της ιδιότητάς του. Πιο συγκεκριμένα γράφει:

Απ’ τους μικρούς φιλοσόφους
έναν μόνο καταλαβαίνω πάντοτε
και σ’ έναν μόνο πιστεύω.
Το ξέρω πως ακούγεται υπερφίαλο,
όμως συνήθως μού φέρνουν αναγούλα οι σπουδαίες ιδέες
που εκφέρονται από «προσωπικότητες»
δίχως μια σφραγίδα επίσημης πιστοποίησης.

Κι απ’ όλους τους,
εκείνος που λιγότερο με πείθει είναι ο Τράιονιντ.
Μαγκώνομαι πολύ όταν τον ακούω να μιλά
για το τέλος του υπερανθρώπου,
την αδυναμία του ενός ν’ αντισταθεί στο όλον
και την αξία της απραξίας
«αφού όλα έχουν πλέον ειπωθεί».
Περιμένω ν’ ακούσω σειρήνες ασθενοφόρων
και παραγγέλματα «άρξατε πυρ».

Μα όσο δεν χωνεύω τις ιδέες,
τόσο με ταράζουνε οι λέξεις.
Κι απ’ ολονών τα κείμενα
πάλι τα κείμενα εκείνου του Τράιονιντ
(γνωστού και ως Φρανς Κούντερα)
είναι που με ταράζουν περισσότερο.

Σε επόμενους στίχους όμως το ρήμα «τρέμω», φαίνεται να εκφράζει ολοκληρωτικά τον ποιητή. Αφού η προσμονή της έμπνευσης και του ποιητικού οίστρου καραδοκούν στη γωνία της συνείδησής του οδηγώντας τον για άλλη μια φορά στην αγωνία του «ποιείν» και στους παρακάτω στίχους:

[…]Μα πιο πολύ απ’ όλα με ταράζει
ένα λογοπαίγνιο του δύο χιλιάδες έντεκα,
τότε που τάχα είχε σβήσει η τρομερή μανία της απραξίας
και είχε επιστρέψει στη στοργική αγκάλη της οικογένειας.
Το γράφει η μητέρα του στον Χανς Βικτορουάλ:
όταν τον χάιδευε και τον ρωτούσε αν την αγαπά,
εκείνος επίμονα της απαντούσε
“Ich bebe” αντί για “Ιch liebe” –
τρέμω αντί για αγαπώ.

Κι όσο περισσότερο σκέφτομαι ετούτο το λογοπαίγνιο,
τόσο περισσότερο νιώθω
πως δεν είναι και τόσο λογοπαίγνιο.
Πως μάλλον τρέμουμε παραφυλώντας μέσα στην άπραγη νύχτα.
Πως αγκαλιάζουμε τα πυροβολημένα πτώματα των ονείρων μας
έχοντας μόλις πετάξει το περίστροφο στον υπόνομο.[…]

 

Στο δεύτερο αυτό μέρος η αγωνία του για την δημιουργική γραφή κορυφώνεται τόσο ώστε στο ποίημα «Ύποπτος Διαφυγής», που αποτελεί μια άλλη εκδοχή του ποιήματος του Σωτήρη Παστάκα «Ύποπτος Φυγής», διακρίνεται η τάση του ακόμα και να αρνηθεί την ποιητική του ταυτότητα την οποία, καθώς έχει δηλώσει σε συνέντευξή του, ο ίδιος οικειοποιήθηκε. Σε αυτό το ποίημα γράφει:

[…]Βυθισμένος, λοιπόν, στην πολυθρόνα της γνώσης,
αγνοούμενος σαν τον Ρεμπώ σε καπνούς, αλκοόλ
και μια αιωνίως σβησμένη μαύρη οθόνη,
εύκολο μού φαίνεται πλέον ν’ αποσυρθώ,
να εγκαταλείψω το σαρκίο μου,
χωρίς να το αντιληφθεί κανείς πως βγήκα πια, εξήλθα,[…]

Ολοκληρώνοντας την περιδιάβασή μου στην ποίηση του Κωνσταντίνου Μελισσά, θέλω να σημειώσω ότι πρόκειται για μια πρώτη ποιητική προσπάθεια η οποία μου δίδαξε με απτό τρόπο την αγωνία για την ποιητική γραφή, το βίωμα των ανεκπλήρωτων επιθυμιών, τη βασανιστική αναμονή της έμπνευσης αλλά και έναν ιδιόμορφο τρόπο αντίληψης του εαυτού, εκείνον της ειρωνικής – αποστασιοποιημένης θέασης και της αυτοαναίρεσης. Ο Κωνσταντίνος Μελισσάς είναι ένα «απτός» ποιητής, δεν «ποιεί» τα πράγματα αλλά τα «αγγίζει» αποτυπώνοντας σε αυτά την προσωπική του σφραγίδα. Ο ίδιος κραυγάζει στα αυτιά μου – μέσα από την αυτοαναίρεσή του – πως ο μόνος δρόμος για την ποίηση είναι η αποδοχή της αυθεντικής ακόμα και πρωτόγονης αλήθειας του εαυτού μας! Ας το κάνουμε λοιπόν!

 

Σημ. Το παρόν κείμενο αναγνώστηκε για πρώτη φορά το Σάββατο 5 Ιουλίου 2014 στο πλαίσιο του 6ου ετήσιου κύκλου παρουσιάσεων «Ημέρες Ποίησης» του βιβλιοπωλείου Πολύεδρου στην Πάτρα.